- ἀμετάδοτος
- ἀμετάδοτοςnot impartingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάδοτος — η, ο (AM ἀμετάδοτος, ον) αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί νεοελλ. (ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός μσν. 1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος 2. αυτός που δεν κοινώνησε τών… … Dictionary of Greek
αμετάδοτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μεταδόθηκε: Η γρίπη αυτή είναι ακόμη αμετάδοτη στη χώρα μας. 2. αυτός που δεν μπορεί να μεταδοθεί: Ο καρκίνος είναι αρρώστια αμετάδοτη. 3. αυτός που δεν κοινώνησε: Είμαι κάμποσα χρόνια αμετάδοτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταδότως — ἀμετάδοτος not imparting adverbial ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτον — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc sg ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότους — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότων — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταδότῳ — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτα — ἀμετάδοτος not imparting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάδοτοι — ἀμετάδοτος not imparting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαβίβαστος — η, ο (Α ἀδιαβίβαστος, ον) [διαβιβάζω] νεοελλ. αυτός που δεν διαβιβάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαβιβαστεί, ο αμετάδοτος αρχ. (ως γραμμ. όρος) αμετάβατος … Dictionary of Greek